Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


aggrandìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [aggranˈdire]

1 επαυξάνω
2 μεγαλώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  aggranchito aggranfiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

aggraffatrice (θηλ.ουσ)
aggraffatura (θηλ.ουσ)
aggranchire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
aggranchirsi (ρ.μ. (αντων.))
aggranchito (επίθ.)
aggrandire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
aggranfiare (ρ. μτβ.)
aggrappare (ρ. μτβ.)
aggrapparsi (ρ. μ. αμτβ.)
aggravamento (ουσ αρσ )
aggravante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
aggravare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
aggravarsi (ρ. μ. αμτβ.)
aggravato (επίθ.)
aggravazione (θηλ.ουσ)
aggravio (ουσ αρσ )
aggraziare (ρ. μτβ.)
aggraziarsi (ρ.μ. (αντων.))
aggraziato (επίθ.)
aggredire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---