Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


aggraffatrìce  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [aggraffaˈtriʧe]

1 ραπτομηχανή
2 μηχανή διπλώματος ραφών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  aggraffare aggraffatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

aggradare (ρ.αμτβ.)
aggradevole (επίθ.)
aggradimento (ουσ αρσ )
aggradire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
aggraffare (ρ. μτβ.)
aggraffatrice (θηλ.ουσ)
aggraffatura (θηλ.ουσ)
aggranchire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
aggranchirsi (ρ.μ. (αντων.))
aggranchito (επίθ.)
aggrandire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
aggranfiare (ρ. μτβ.)
aggrappare (ρ. μτβ.)
aggrapparsi (ρ. μ. αμτβ.)
aggravamento (ουσ αρσ )
aggravante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
aggravare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
aggravarsi (ρ. μ. αμτβ.)
aggravato (επίθ.)
aggravazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---