Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


aggrappàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [aggrapˈpare]

1 γραπώνω
2 αδράχνω
3 βουτώ
4 κουτουπώνω
5 περιαδράχνω
6 τσακώνω
7 αρπώ
8 αρπάχνω
9 αποσπώ
10 αναρπάζω
11 φουχτώνω
12 χουφτώνω
13 αφαρπάζω
14 αρπάζω
15 συλλαμβάνω

aggrappàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [aggrapˈparsi]

(a) γραπώνομαι (από)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  aggranfiare aggravamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

aggranchire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
aggranchirsi (ρ.μ. (αντων.))
aggranchito (επίθ.)
aggrandire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
aggranfiare (ρ. μτβ.)
aggrappare (ρ. μτβ.)
aggrapparsi (ρ. μ. αμτβ.)
aggravamento (ουσ αρσ )
aggravante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
aggravare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
aggravarsi (ρ. μ. αμτβ.)
aggravato (επίθ.)
aggravazione (θηλ.ουσ)
aggravio (ουσ αρσ )
aggraziare (ρ. μτβ.)
aggraziarsi (ρ.μ. (αντων.))
aggraziato (επίθ.)
aggredire (ρ. μτβ.)
aggregamento (ουσ αρσ )
aggregare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---