Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


aggranchìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [aggranˈkire]

1 μυρμηκιώ
2 μυρμηγκιάζω
3 πιάνομαι
4 μουδιάζω

aggranchirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [aggranˈkirsi]

1 μουδιάζω
2 πιάνομαι
3 μυρμηγκιάζω
4 μυρμηκιώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  aggraffatura aggranchito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

aggradimento (ουσ αρσ )
aggradire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
aggraffare (ρ. μτβ.)
aggraffatrice (θηλ.ουσ)
aggraffatura (θηλ.ουσ)
aggranchire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
aggranchirsi (ρ.μ. (αντων.))
aggranchito (επίθ.)
aggrandire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
aggranfiare (ρ. μτβ.)
aggrappare (ρ. μτβ.)
aggrapparsi (ρ. μ. αμτβ.)
aggravamento (ουσ αρσ )
aggravante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
aggravare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
aggravarsi (ρ. μ. αμτβ.)
aggravato (επίθ.)
aggravazione (θηλ.ουσ)
aggravio (ουσ αρσ )
aggraziare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---