Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


aggranchìto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [aggranˈkito]

μουδιασμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  aggranchirsi aggrandire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

aggraffare (ρ. μτβ.)
aggraffatrice (θηλ.ουσ)
aggraffatura (θηλ.ουσ)
aggranchire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
aggranchirsi (ρ.μ. (αντων.))
aggranchito (επίθ.)
aggrandire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
aggranfiare (ρ. μτβ.)
aggrappare (ρ. μτβ.)
aggrapparsi (ρ. μ. αμτβ.)
aggravamento (ουσ αρσ )
aggravante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
aggravare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
aggravarsi (ρ. μ. αμτβ.)
aggravato (επίθ.)
aggravazione (θηλ.ουσ)
aggravio (ουσ αρσ )
aggraziare (ρ. μτβ.)
aggraziarsi (ρ.μ. (αντων.))
aggraziato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---