Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

adiràrsi (ρ. μ. αμτβ.) adornaménto (ουσ αρσ )
adiràto (επίθ.) adornàre (ρ. μτβ.)
adìre (ρ. μτβ.) adornarsi (ρ.μ. (αντων.))
adìto (επίθ.) adornàto (επίθ.)
adocchiaménto (ουσ αρσ ) adórno1 (ουσ αρσ )
adocchiàre (ρ. μτβ.) adottàbile (επίθ.)
adolescènte (ουσ αρσ και θηλ.) adottànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
adolescènte (επίθ.) adottàre (ρ. μτβ.)
adolescènza (θηλ.ουσ) adottàto (αρσ. επίθ και ουσ)
adombràbile (επίθ.) adottazione (θηλ.ουσ)
adombraménto (ουσ αρσ ) adottìvo (επίθ.)
adombràre (ρ. μτβ.) adozióne (θηλ.ουσ)
adombràrsi (ρ. μ. αμτβ.) adragànte (ουσ αρσ )
adóne (ουσ αρσ ) adrenalìna (θηλ.ουσ)
adontàrsi (ρ. μ. αμτβ.) adrenèrgico (επίθ.)
adoperàbile (επίθ.) adsorbiménto (ουσ αρσ )
adoperàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) adsorbìre (ρ. μτβ.)
adoperàrsi (ρ. μ. αμτβ.) adulàre (ρ. μτβ.)
adoràbile (επίθ.) adulatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
adorabilità (θηλ.ουσ) adulatòrio (επίθ.)
adoràre (ρ. μτβ.) adulazióne (θηλ.ουσ)
adoràto (αρσ. επίθ και ουσ) adùltera (θηλ.ουσ)
adoratóre (ουσ αρσ ) adulteràbile (επίθ.)
adorazióne (θηλ.ουσ) adulteraménto (ουσ αρσ )
adornàbile (επίθ.) adulterànte (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: