Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accorciàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) accostévole (επίθ.)
accorciàrsi (ρ. μ. αμτβ.) accòsto (επίρ.)
accorciatìvo (αρσ. επίθ και ουσ) accostolatùra (θηλ.ουσ)
accorciatóre (ουσ αρσ ) accostumàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
accorciatùra (θηλ.ουσ) accostumarsi (ρ.μ. (αντων.))
accordàbile (επίθ.) accovacciàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
accordàre (ρ. μτβ.) accovonaménto (ουσ αρσ )
accordàrsi (ρ. μ. αμτβ.) accovonàre (ρ. μτβ.)
accordàta (θηλ.ουσ) accovonatrìce (θηλ.ουσ)
accordatóre (ουσ αρσ ) accovonatùra (θηλ.ουσ)
accordatùra (θηλ.ουσ) accozzàglia (θηλ.ουσ)
accòrdo (ουσ αρσ ) accozzaménto (ουσ αρσ )
accòrgersi (ρ. μ. αμτβ.) accozzàre (ρ. μτβ.)
accorgiménto (ουσ αρσ ) accòzzo (ουσ αρσ )
accórrere (ρ.αμτβ.) accreditaménto (ουσ αρσ )
accortaménte (επίρ.) accreditànte (ουσ αρσ και θηλ.)
accortézza (θηλ.ουσ) accreditànte (επίθ.)
accòrto (επίθ.) accreditàre (ρ. μτβ.)
accosciàrsi (ρ. μ. αμτβ.) accreditarsi (ρ.μ. (αντων.))
accostàbile (επίθ.) accreditàto (ουσ αρσ )
accostaménto (ουσ αρσ ) accreditàto (επίθ.)
accostàre (ρ.αμτβ.) accrédito (ουσ αρσ )
accostàre (ρ. μτβ.) accréscere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
accostàrsi (ρ. μ. αμτβ.) accréscersi (ρ. μ. αμτβ.)
accostàta (θηλ.ουσ) accresciménto (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: