Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cornucòpia (θηλ.ουσ) coronòide (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
cornùto (ουσ αρσ ) corpacciùto (επίθ.)
cornùto (επίθ.) corpétto (ουσ αρσ )
còro (ουσ αρσ ) corpìno (ουσ αρσ )
corografìa (θηλ.ουσ) còrpo (ουσ αρσ )
corogràfico (επίθ.) corporàle (ουσ αρσ )
corògrafo (ουσ αρσ ) corporàle (επίθ.)
coròide (θηλ.ουσ) corporalità (θηλ.ουσ)
coroidèo (επίθ.) corporalménte (επίρ.)
coroidìte (θηλ.ουσ) corporativìsmo (ουσ αρσ )
coròlla (θηλ.ουσ) corporativìstico (επίθ.)
corollàrio (ουσ αρσ ) corporatìvo (επίθ.)
coróna (θηλ.ουσ) corporatùra (θηλ.ουσ)
coronàle (αρσ. επίθ και ουσ) corporazióne (θηλ.ουσ)
coronaménto (ουσ αρσ ) corporeità (θηλ.ουσ)
coronàre (ρ. μτβ.) corpòreo (επίθ.)
coronària (θηλ.ουσ) corpóso (επίθ.)
coronàrico (επίθ.) corpulènto (επίθ.)
coronàrio (επίθ.) corpulènza (θηλ.ουσ)
coronaropatìa (θηλ.ουσ) corpuscolàre (επίθ.)
coronàto (επίθ.) corpùscolo (ουσ αρσ )
coronazióne (θηλ.ουσ) corredàre (ρ. μτβ.)
coronèlla (θηλ.ουσ) corredarsi (ρ.μ. (αντων.))
corònide (θηλ.ουσ) corredìno (ουσ αρσ )
coronògrafo (ουσ αρσ ) corrèdo (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: