Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


coroidìte  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [korojˈdite]

1 χοριοειδίτιδα
2 φλεγμονή χοριοειδούς χιτώνα ματιού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  coroideo corolla  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

corografia (θηλ.ουσ)
corografico (επίθ.)
corografo (ουσ αρσ )
coroide (θηλ.ουσ)
coroideo (επίθ.)
coroidite (θηλ.ουσ)
corolla (θηλ.ουσ)
corollario (ουσ αρσ )
corona (θηλ.ουσ)
coronale (αρσ. επίθ και ουσ)
coronamento (ουσ αρσ )
coronare (ρ. μτβ.)
coronaria (θηλ.ουσ)
coronarico (επίθ.)
coronario (επίθ.)
coronaropatia (θηλ.ουσ)
coronato (επίθ.)
coronazione (θηλ.ουσ)
coronella (θηλ.ουσ)
coronide (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---