Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcorònide
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [koˈrɔnide] 1 κορωνίς 2 κορωνίδα 3 ακμή 4 αποκορύφωμα 5 κολοφώνας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |