Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


coronaropatìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [koronaropaˈtia]

στεφανιαία νόσος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  coronario coronato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

coronamento (ουσ αρσ )
coronare (ρ. μτβ.)
coronaria (θηλ.ουσ)
coronarico (επίθ.)
coronario (επίθ.)
coronaropatia (θηλ.ουσ)
coronato (επίθ.)
coronazione (θηλ.ουσ)
coronella (θηλ.ουσ)
coronide (θηλ.ουσ)
coronografo (ουσ αρσ )
coronoide (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
corpacciuto (επίθ.)
corpetto (ουσ αρσ )
corpino (ουσ αρσ )
corpo (ουσ αρσ )
corporale (ουσ αρσ )
corporale (επίθ.)
corporalità (θηλ.ουσ)
corporalmente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---