ItalianoGreco


coronaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [koronaˈmento]

1 επιστέγασμα
2 πίσω τμήμα πρύμνης πλοίου
3 ρέλια πρύμης πλοίου
4 τελειοποίηση
5 επιστέγαση
6 ολοκλήρωση
7 συμπλήρωση
8 κορυφαίο επίτευγμα (της ζωής κάποιου)
9 τελικό φινίρισμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---