Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


corpétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [korˈpetto]

1 γιλέκο
2 γελέκο
3 υπενδύτης
4 ζιπούνι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  corpacciuto corpino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

coronella (θηλ.ουσ)
coronide (θηλ.ουσ)
coronografo (ουσ αρσ )
coronoide (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
corpacciuto (επίθ.)
corpetto (ουσ αρσ )
corpino (ουσ αρσ )
corpo (ουσ αρσ )
corporale (ουσ αρσ )
corporale (επίθ.)
corporalità (θηλ.ουσ)
corporalmente (επίρ.)
corporativismo (ουσ αρσ )
corporativistico (επίθ.)
corporativo (επίθ.)
corporatura (θηλ.ουσ)
corporazione (θηλ.ουσ)
corporeità (θηλ.ουσ)
corporeo (επίθ.)
corposo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---