Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcorpétto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [korˈpetto] 1 γιλέκο 2 γελέκο 3 υπενδύτης 4 ζιπούνι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |