Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcorpóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [korˈposo], [korˈpozo] 1 ευτραφής 2 γεμάτος 3 εύσαρκος 4 μεγαλόσωμος 5 χοντρός 6 εύσωμος 7 σωματώδης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |