Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


corrèggere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [korˈrɛdʤere]

διορθώνω

corrèggersi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [korˈrɛdʤersi]

1 βελτιώνομαι
2 διορθώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  corredo correggia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

corpuscolo (ουσ αρσ )
corredare (ρ. μτβ.)
corredarsi (ρ.μ. (αντων.))
corredino (ουσ αρσ )
corredo (ουσ αρσ )
correggere (ρ. μτβ.)
correggersi (ρ. μ. αμτβ.)
correggia (θηλ.ουσ)
correggiato (ουσ αρσ )
correggibile (επίθ.)
corregionale (αρσ. επίθ και ουσ)
correità (θηλ.ουσ)
correlare (ρ. μτβ.)
correlativo (επίθ.)
correlato (επίθ.)
correlazione (θηλ.ουσ)
corrente (θηλ.ουσ)
corrente (επίθ.)
correntemente (επίρ.)
correntezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---