ItalianoGreco


corrènte  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [korˈrɛnte]

το ρεύμα

corrènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [korˈrɛnte]

τρεχούμενος (-η, -ο)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


correnti [θηλ. πλυθ.] marine = τα θαλάσσια ρεύματα || mettere al corrente = ενημερώνω || presa [θηλ.] di corrente = η πρίζα ρεύματος



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---