Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


corrènte  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [korˈrɛnte]

το ρεύμα

corrènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [korˈrɛnte]

τρεχούμενος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  correlazione correntemente  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


correnti [θηλ. πλυθ.] marine = τα θαλάσσια ρεύματα || mettere al corrente = ενημερώνω || presa [θηλ.] di corrente = η πρίζα ρεύματος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

correità (θηλ.ουσ)
correlare (ρ. μτβ.)
correlativo (επίθ.)
correlato (επίθ.)
correlazione (θηλ.ουσ)
corrente (θηλ.ουσ)
corrente (επίθ.)
correntemente (επίρ.)
correntezza (θηλ.ουσ)
correntino (ουσ αρσ )
correntista (ουσ αρσ και θηλ.)
correntizio (επίθ.)
correntocrazia (θηλ.ουσ)
correo (ουσ αρσ )
correre (ρ.αμτβ.)
correre (ρ. μτβ.)
corresponsabile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
corresponsabilità (θηλ.ουσ)
corresponsione (θηλ.ουσ)
correttamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---