Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


correità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [korreiˈta]

συνενοχή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  corregionale correlare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

correggersi (ρ. μ. αμτβ.)
correggia (θηλ.ουσ)
correggiato (ουσ αρσ )
correggibile (επίθ.)
corregionale (αρσ. επίθ και ουσ)
correità (θηλ.ουσ)
correlare (ρ. μτβ.)
correlativo (επίθ.)
correlato (επίθ.)
correlazione (θηλ.ουσ)
corrente (θηλ.ουσ)
corrente (επίθ.)
correntemente (επίρ.)
correntezza (θηλ.ουσ)
correntino (ουσ αρσ )
correntista (ουσ αρσ και θηλ.)
correntizio (επίθ.)
correntocrazia (θηλ.ουσ)
correo (ουσ αρσ )
correre (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---