Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


correntézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [korrenˈtettsa]

1 ευκολία ροής
2 ανεμελιά
3 ευχέρεια
4 ταχύτητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  correntemente correntino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

correlato (επίθ.)
correlazione (θηλ.ουσ)
corrente (θηλ.ουσ)
corrente (επίθ.)
correntemente (επίρ.)
correntezza (θηλ.ουσ)
correntino (ουσ αρσ )
correntista (ουσ αρσ και θηλ.)
correntizio (επίθ.)
correntocrazia (θηλ.ουσ)
correo (ουσ αρσ )
correre (ρ.αμτβ.)
correre (ρ. μτβ.)
corresponsabile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
corresponsabilità (θηλ.ουσ)
corresponsione (θηλ.ουσ)
correttamente (επίρ.)
correttezza (θηλ.ουσ)
correttivo (ουσ αρσ )
correttivo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---