Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcorrentézza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [korrenˈtettsa] 1 ευκολία ροής 2 ανεμελιά 3 ευχέρεια 4 ταχύτητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |