Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcorrenteménte
επίρρημα Προσφορά I.P.A.: [korrenteˈmente] συνήθως permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαparlare correntemente una lingua = μιλάω με ευχέρια μιά γλώσσα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |