Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


correnteménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [korrenteˈmente]

συνήθως


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  corrente correntezza  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


parlare correntemente una lingua = μιλάω με ευχέρια μιά γλώσσα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

correlativo (επίθ.)
correlato (επίθ.)
correlazione (θηλ.ουσ)
corrente (θηλ.ουσ)
corrente (επίθ.)
correntemente (επίρ.)
correntezza (θηλ.ουσ)
correntino (ουσ αρσ )
correntista (ουσ αρσ και θηλ.)
correntizio (επίθ.)
correntocrazia (θηλ.ουσ)
correo (ουσ αρσ )
correre (ρ.αμτβ.)
correre (ρ. μτβ.)
corresponsabile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
corresponsabilità (θηλ.ουσ)
corresponsione (θηλ.ουσ)
correttamente (επίρ.)
correttezza (θηλ.ουσ)
correttivo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---