Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


corpùscolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [korˈpuskolo]

1 μόριο
2 σωμάτιο
3 ζωντανό κύτταρο
4 σωματίδιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  corpuscolare corredare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

corporeo (επίθ.)
corposo (επίθ.)
corpulento (επίθ.)
corpulenza (θηλ.ουσ)
corpuscolare (επίθ.)
corpuscolo (ουσ αρσ )
corredare (ρ. μτβ.)
corredarsi (ρ.μ. (αντων.))
corredino (ουσ αρσ )
corredo (ουσ αρσ )
correggere (ρ. μτβ.)
correggersi (ρ. μ. αμτβ.)
correggia (θηλ.ουσ)
correggiato (ουσ αρσ )
correggibile (επίθ.)
corregionale (αρσ. επίθ και ουσ)
correità (θηλ.ουσ)
correlare (ρ. μτβ.)
correlativo (επίθ.)
correlato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---