Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcorpulènza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [korpuˈlɛntsa] 1 χόντρος 2 πάχος 3 ευσαρκία 4 παχυσαρκία μεγάλη 5 πολυσαρκία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |