Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


corporeità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [korporeiˈta]

1 υλική ύπαρξη
2 υλικότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  corporazione corporeo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

corporativismo (ουσ αρσ )
corporativistico (επίθ.)
corporativo (επίθ.)
corporatura (θηλ.ουσ)
corporazione (θηλ.ουσ)
corporeità (θηλ.ουσ)
corporeo (επίθ.)
corposo (επίθ.)
corpulento (επίθ.)
corpulenza (θηλ.ουσ)
corpuscolare (επίθ.)
corpuscolo (ουσ αρσ )
corredare (ρ. μτβ.)
corredarsi (ρ.μ. (αντων.))
corredino (ουσ αρσ )
corredo (ουσ αρσ )
correggere (ρ. μτβ.)
correggersi (ρ. μ. αμτβ.)
correggia (θηλ.ουσ)
correggiato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---