Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcorporàle
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [korpoˈrale] ύφασμα θείας κοινωνίας corporàle επίθετο Προσφορά I.P.A.: [korpoˈrale] 1 υλικός 2 σωματικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |