Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


còrpo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkɔrpo]

το σώμα, το κορμί


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  corpino corporale  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


andare di corpo = αποπατώ || corpo [αρσ.] dei vigili del fuoco = η πυροσβεστική υπηρεσία || dedicarsi anima e corpo = πέφτω με τα μούτρα || esercizi [αρσ. πλυθ.] a corpo libero = οι ασκήσεις [f.] ρυθμικής || guardia [θηλ.] del corpo = ο σωματοφύλακας


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

coronografo (ουσ αρσ )
coronoide (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
corpacciuto (επίθ.)
corpetto (ουσ αρσ )
corpino (ουσ αρσ )
corpo (ουσ αρσ )
corporale (ουσ αρσ )
corporale (επίθ.)
corporalità (θηλ.ουσ)
corporalmente (επίρ.)
corporativismo (ουσ αρσ )
corporativistico (επίθ.)
corporativo (επίθ.)
corporatura (θηλ.ουσ)
corporazione (θηλ.ουσ)
corporeità (θηλ.ουσ)
corporeo (επίθ.)
corposo (επίθ.)
corpulento (επίθ.)
corpulenza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---