Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


coronògrafo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [koroˈnɔgrafo]

1 στεμματογράφος
2 ηλιογράφος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  coronide coronoide  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

coronaropatia (θηλ.ουσ)
coronato (επίθ.)
coronazione (θηλ.ουσ)
coronella (θηλ.ουσ)
coronide (θηλ.ουσ)
coronografo (ουσ αρσ )
coronoide (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
corpacciuto (επίθ.)
corpetto (ουσ αρσ )
corpino (ουσ αρσ )
corpo (ουσ αρσ )
corporale (ουσ αρσ )
corporale (επίθ.)
corporalità (θηλ.ουσ)
corporalmente (επίρ.)
corporativismo (ουσ αρσ )
corporativistico (επίθ.)
corporativo (επίθ.)
corporatura (θηλ.ουσ)
corporazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---