Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcorògrafo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [koˈrɔgrafo] 1 επιστήμονας τοπογραφίας 2 τοπογράφος 3 χωρογράφος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |