Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cornùto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [korˈnuto]

1 κερασφόρος
2 κατεργάρης
3 κερατάς
4 μοιχός

cornùto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [korˈnuto]

αυτός ή αυτό που έχει κέρατα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cornucopia coro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

corniola (θηλ.ουσ)
corniolo (ουσ αρσ )
cornista (ουσ αρσ και θηλ.)
corno (ουσ αρσ )
cornucopia (θηλ.ουσ)
cornuto (ουσ αρσ )
cornuto (επίθ.)
coro (ουσ αρσ )
corografia (θηλ.ουσ)
corografico (επίθ.)
corografo (ουσ αρσ )
coroide (θηλ.ουσ)
coroideo (επίθ.)
coroidite (θηλ.ουσ)
corolla (θηλ.ουσ)
corollario (ουσ αρσ )
corona (θηλ.ουσ)
coronale (αρσ. επίθ και ουσ)
coronamento (ουσ αρσ )
coronare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---