Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcòrniola, corniòla
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈkɔrnjola], [korˈnjɔla] 1 κοπτικός λίθος κοσμηματοποιίας 2 καρπός φυτού γένους cornus permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |