Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcornétto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [korˈnetto] 1 (gelato) το κορνέτο 2 (brioche) το κρουασάν permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |