Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cornétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [korˈnetto]

1 (gelato) το κορνέτο
2 (brioche) το κρουασάν


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cornettista cornice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

corneale (επίθ.)
corneo (επίθ.)
corner (ουσ αρσ )
cornetta (θηλ.ουσ)
cornettista (ουσ αρσ και θηλ.)
cornetto (ουσ αρσ )
cornice (θηλ.ουσ)
corniciaio (ουσ αρσ )
corniciatura (θηλ.ουσ)
cornicione (ουσ αρσ )
corniola (θηλ.ουσ)
corniolo (ουσ αρσ )
cornista (ουσ αρσ και θηλ.)
corno (ουσ αρσ )
cornucopia (θηλ.ουσ)
cornuto (ουσ αρσ )
cornuto (επίθ.)
coro (ουσ αρσ )
corografia (θηλ.ουσ)
corografico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---