Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cornucòpia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kornuˈkɔpja]

1 κέρας της αμαλθείας
2 κέρατο της αφθονίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  corno cornuto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cornicione (ουσ αρσ )
corniola (θηλ.ουσ)
corniolo (ουσ αρσ )
cornista (ουσ αρσ και θηλ.)
corno (ουσ αρσ )
cornucopia (θηλ.ουσ)
cornuto (ουσ αρσ )
cornuto (επίθ.)
coro (ουσ αρσ )
corografia (θηλ.ουσ)
corografico (επίθ.)
corografo (ουσ αρσ )
coroide (θηλ.ουσ)
coroideo (επίθ.)
coroidite (θηλ.ουσ)
corolla (θηλ.ουσ)
corollario (ουσ αρσ )
corona (θηλ.ουσ)
coronale (αρσ. επίθ και ουσ)
coronamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---