Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcòro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈkɔro] ο χορός permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαin coro = εν χορώ Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |