Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vàrva (θηλ.ουσ) vasopressìna (θηλ.ουσ)
vasàio (ουσ αρσ ) vassallàggio (ουσ αρσ )
vasàle (επίθ.) vassallàtico (αρσ. επίθ και ουσ)
vàsca (θηλ.ουσ) vassàllo (ουσ αρσ )
vascèllo (ουσ αρσ ) vassàllo (επίθ.)
vaschétta (θηλ.ουσ) vassóio, vassòio (ουσ αρσ )
vascolàre (επίθ.) vastaménte (επίρ.)
vascolarizzàto (επίθ.) vastità (θηλ.ουσ)
vascolarizzazióne (θηλ.ουσ) vàsto (επίθ.)
vàscolo (ουσ αρσ ) vàte (ουσ αρσ )
vascolóso (επίθ.) vaticanìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
vasectomìa (θηλ.ουσ) vaticàno (ουσ αρσ )
vaselìna (θηλ.ουσ) vaticàno (επίθ.)
vasellàme (ουσ αρσ ) vaticinànte (επίθ.)
vaserìa (θηλ.ουσ) vaticinàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
vasétto (ουσ αρσ ) vaticìnio (ουσ αρσ )
vasistas (ουσ αρσ ) vaudeville (ουσ αρσ )
vàso (ουσ αρσ ) ve (αντων.)
vasocostrittóre (επίθ.) vècchia (θηλ.ουσ)
vasocostrizióne (θηλ.ουσ) vecchiàia (θηλ.ουσ)
vasodilatatóre (επίθ.) vecchiàrdo (ουσ αρσ )
vasodilatazióne (θηλ.ουσ) vecchierèllo (ουσ αρσ )
vasomotilità (θηλ.ουσ) vecchiézza (θηλ.ουσ)
vasomotóre (επίθ.) vécchio (ουσ αρσ )
vasomotòrio (επίθ.) vècchio (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: