Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vàsto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈvasto]

ευρύς (-εία, -ύ)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vastità vate  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


su vasta scala = σε ευρεία κλίματα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vassallo (ουσ αρσ )
vassallo (επίθ.)
vassoio (ουσ αρσ )
vastamente (επίρ.)
vastità (θηλ.ουσ)
vasto (επίθ.)
vate (ουσ αρσ )
vaticanista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
vaticano (ουσ αρσ )
vaticano (επίθ.)
vaticinante (επίθ.)
vaticinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
vaticinio (ουσ αρσ )
vaudeville (ουσ αρσ )
ve (αντων.)
vecchia (θηλ.ουσ)
vecchiaia (θηλ.ουσ)
vecchiardo (ουσ αρσ )
vecchierello (ουσ αρσ )
vecchiezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---