Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvaticìnio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [vatiˈʧinjo] 1 προμάντεμα 2 πρόρρηση 3 χρησμοδοσία 4 μάντεμα 5 προφητεία 6 χρησμοδότηση 7 θέσφατο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |