Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


veccióso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [vetˈʧoso], [vetˈʧozo]

φτιαγμένος με βίκο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vecciato vece  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vecchio (επίθ.)
vecchiotto (επίθ.)
vecchiume (ουσ αρσ )
veccia (θηλ.ουσ)
vecciato (αρσ. επίθ και ουσ)
veccioso (επίθ.)
vece (θηλ.ουσ)
veda (ουσ αρσ )
vedente (αρσ. επίθ και ουσ)
vedere (ρ. μτβ.)
vedersi (ρ.μ. (αντων.))
vedetta (θηλ.ουσ)
vedette (θηλ.ουσ)
vedico (αρσ. επίθ και ουσ)
vedova (θηλ.ουσ)
vedovanza (θηλ.ουσ)
vedovare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
vedovile (ουσ αρσ )
vedovile (επίθ.)
vedovo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---