Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vedére  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [veˈdere]

βλέπω

vedersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [veˈdersi]

1 (incontrarsi) βλέπομαι
2 (distinguersi) διακρίνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vedente vedetta  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


chi vivrà vedrà = το μέλλον θα δείξει || fammi vedere = για να δω || vediamo un po'! = για να δούμε!


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vecciato (αρσ. επίθ και ουσ)
veccioso (επίθ.)
vece (θηλ.ουσ)
veda (ουσ αρσ )
vedente (αρσ. επίθ και ουσ)
vedere (ρ. μτβ.)
vedersi (ρ.μ. (αντων.))
vedetta (θηλ.ουσ)
vedette (θηλ.ουσ)
vedico (αρσ. επίθ και ουσ)
vedova (θηλ.ουσ)
vedovanza (θηλ.ουσ)
vedovare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
vedovile (ουσ αρσ )
vedovile (επίθ.)
vedovo (ουσ αρσ )
vedovo (επίθ.)
vedretta (θηλ.ουσ)
veduta (θηλ.ουσ)
vedutismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---