Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


védova  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈvedova]

1 πουλί οικογένειας Ploceidae
2 χήρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vedico vedovanza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vedere (ρ. μτβ.)
vedersi (ρ.μ. (αντων.))
vedetta (θηλ.ουσ)
vedette (θηλ.ουσ)
vedico (αρσ. επίθ και ουσ)
vedova (θηλ.ουσ)
vedovanza (θηλ.ουσ)
vedovare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
vedovile (ουσ αρσ )
vedovile (επίθ.)
vedovo (ουσ αρσ )
vedovo (επίθ.)
vedretta (θηλ.ουσ)
veduta (θηλ.ουσ)
vedutismo (ουσ αρσ )
vedutista (ουσ αρσ και θηλ.)
veemente (επίθ.)
veemenza (θηλ.ουσ)
vegetale (ουσ αρσ )
vegetale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---