Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


veemènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [veeˈmɛntsa]

1 σφοδρότητα
2 βία
3 ορμή
4 ορμητικότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  veemente vegetale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vedretta (θηλ.ουσ)
veduta (θηλ.ουσ)
vedutismo (ουσ αρσ )
vedutista (ουσ αρσ και θηλ.)
veemente (επίθ.)
veemenza (θηλ.ουσ)
vegetale (ουσ αρσ )
vegetale (επίθ.)
vegetare (ρ.αμτβ.)
vegetarianismo (ουσ αρσ )
vegetariano (αρσ. επίθ και ουσ)
vegetativo (επίθ.)
vegetazionale (επίθ.)
vegetazione (θηλ.ουσ)
vegeto (επίθ.)
vegetominerale, vegeto–minerale (επίθ.)
veggente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
veggenza (θηλ.ουσ)
veglia (θηλ.ουσ)
vegliardo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---