Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vegliàrdo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [veʎˈʎardo]

αξιοσέβαστος γέροντας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  veglia vegliare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vegeto (επίθ.)
vegetominerale, vegeto–minerale (επίθ.)
veggente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
veggenza (θηλ.ουσ)
veglia (θηλ.ουσ)
vegliardo (ουσ αρσ )
vegliare (ρ.αμτβ.)
vegliare (ρ. μτβ.)
veglione (ουσ αρσ )
veicolare (επίθ.)
veicolare (ρ. μτβ.)
veicolo (ουσ αρσ )
vela (θηλ.ουσ)
velaccino (ουσ αρσ )
velaccio (ουσ αρσ )
velame (ουσ αρσ )
velare (επίθ.)
velare (ρ. μτβ.)
velarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
velario (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---