Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


veicolàre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [veikoˈlare]

1 χρησιμοποιούμενος ως φορέας
2 μηχανοκίνητο όχημα
3 τροχαίος
4 αναφερόμενος σε όχημα
5 μεταφερόμενος με όχημα

veicolàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [veikoˈlare]

1 διαχέω
2 είμαι φορέας
3 διαδίδω
4 διασπείρω
5 διαδίδω
6 διαβιβάζω
7 επικοινωνώ
8 μεταβιβάζω
9 εκπέμπω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  veglione veicolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

veglia (θηλ.ουσ)
vegliardo (ουσ αρσ )
vegliare (ρ.αμτβ.)
vegliare (ρ. μτβ.)
veglione (ουσ αρσ )
veicolare (επίθ.)
veicolare (ρ. μτβ.)
veicolo (ουσ αρσ )
vela (θηλ.ουσ)
velaccino (ουσ αρσ )
velaccio (ουσ αρσ )
velame (ουσ αρσ )
velare (επίθ.)
velare (ρ. μτβ.)
velarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
velario (ουσ αρσ )
velarizzato (επίθ.)
velarizzazione (θηλ.ουσ)
velatamente (επίρ.)
velato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---