Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vegliàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [veʎˈʎare]

1 νυχτερεύω
2 ξημερώνομαι
3 επαγρυπνώ
4 ξενυχτίζω
5 αγρυπνώ
6 ξενυχτώ
7 διανυκτερεύω
8 γρηγορώ

vegliàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [veʎˈʎare]

1 επιβλέπω
2 επιτηρώ
3 φροντίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vegliardo veglione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vegetominerale, vegeto–minerale (επίθ.)
veggente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
veggenza (θηλ.ουσ)
veglia (θηλ.ουσ)
vegliardo (ουσ αρσ )
vegliare (ρ.αμτβ.)
vegliare (ρ. μτβ.)
veglione (ουσ αρσ )
veicolare (επίθ.)
veicolare (ρ. μτβ.)
veicolo (ουσ αρσ )
vela (θηλ.ουσ)
velaccino (ουσ αρσ )
velaccio (ουσ αρσ )
velame (ουσ αρσ )
velare (επίθ.)
velare (ρ. μτβ.)
velarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
velario (ουσ αρσ )
velarizzato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---