ItalianoGreco


veggènte  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [vedˈʤɛnte]

1 χρησμολόγος
2 οραματιστής
3 προφήτης
4 μάντης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---