Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvéla
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈvela] 1 το πανί 2 marina το πανί πλοίου permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαbarca [θηλ.] a vela = το ιστιοπλοϊκό σκάφος Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |