Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόveleggiaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [veledʤaˈmento] 1 ανεμοπορία 2 ιστιοδρομία 3 ιστιοπλοΐα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |