Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


velifìcio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [veliˈfiʧo]

εργαστήριο ή εργοστάσιο κατασκευής πανιών σκαφών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  veliero velina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

velenoso (επίθ.)
veleria (θηλ.ουσ)
veletta (θηλ.ουσ)
velico (επίθ.)
veliero (ουσ αρσ )
velificio (ουσ αρσ )
velina (θηλ.ουσ)
velismo (ουσ αρσ )
velista (ουσ αρσ και θηλ.)
Veliti (κύρ.όν. αρσ.)
velivolo (αρσ. επίθ και ουσ)
velleità (θηλ.ουσ)
velleitario (ουσ αρσ )
velleitario (επίθ.)
velleitarismo (ουσ αρσ )
vellicamento (ουσ αρσ )
vellicare (ρ. μτβ.)
vellicazione (θηλ.ουσ)
vello (ουσ αρσ )
velloso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---