Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vellóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [velˈloso], [velˈlozo]

1 δασύτριχος
2 με χοντρή χνουδωτή επιφάνεια
3 με χοντρό χνούδι
4 μαλλιαρός
5 τριχωτός
6 χνουδάτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vello vellutare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

velleitarismo (ουσ αρσ )
vellicamento (ουσ αρσ )
vellicare (ρ. μτβ.)
vellicazione (θηλ.ουσ)
vello (ουσ αρσ )
velloso (επίθ.)
vellutare (ρ. μτβ.)
vellutato (επίθ.)
vellutatrice (θηλ.ουσ)
vellutino (ουσ αρσ )
velluto (ουσ αρσ )
velo (ουσ αρσ )
veloce (επίθ.)
velocemente (επίρ.)
velocipede (αρσ. επίθ και ουσ)
velocipedista (ουσ αρσ και θηλ.)
velocipedistico (επίθ.)
velocista (ουσ αρσ και θηλ.)
velocità (θηλ.ουσ)
velocrespo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---