Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vellùto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [velˈluto]

το βελούδο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vellutino velo  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


velluto [αρσ.] a coste = το βελούδο κοτλέ


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

velloso (επίθ.)
vellutare (ρ. μτβ.)
vellutato (επίθ.)
vellutatrice (θηλ.ουσ)
vellutino (ουσ αρσ )
velluto (ουσ αρσ )
velo (ουσ αρσ )
veloce (επίθ.)
velocemente (επίρ.)
velocipede (αρσ. επίθ και ουσ)
velocipedista (ουσ αρσ και θηλ.)
velocipedistico (επίθ.)
velocista (ουσ αρσ και θηλ.)
velocità (θηλ.ουσ)
velocrespo (ουσ αρσ )
velours (ουσ αρσ )
veltro (ουσ αρσ )
vena (θηλ.ουσ)
venale (επίθ.)
venalità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---