Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvelóce, velòce
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [veˈloʧe], [veˈlɔʧe] ταχύς (-εία, -ύ), γρήγορος (-η, -ο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |