Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


véna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈvena]

η φλέβα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  veltro venale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

velocista (ουσ αρσ και θηλ.)
velocità (θηλ.ουσ)
velocrespo (ουσ αρσ )
velours (ουσ αρσ )
veltro (ουσ αρσ )
vena (θηλ.ουσ)
venale (επίθ.)
venalità (θηλ.ουσ)
venare (ρ. μτβ.)
venato (επίθ.)
venatorio (επίθ.)
venatura (θηλ.ουσ)
vendemmia (θηλ.ουσ)
vendemmiabile (επίθ.)
vendemmiaio (ουσ αρσ )
vendemmiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
vendemmiatore (ουσ αρσ )
vendere (ρ. μτβ.)
vendersi (ρ.μ. (αντων.))
vendereccio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---