Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vendemmiàio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [vendemˈmjajo]

πρώτος μήνας γαλλικού ημερολογίου της επανάστασης (Σεπτέμβρης-Οκτώβρης)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vendemmiabile vendemmiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

venato (επίθ.)
venatorio (επίθ.)
venatura (θηλ.ουσ)
vendemmia (θηλ.ουσ)
vendemmiabile (επίθ.)
vendemmiaio (ουσ αρσ )
vendemmiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
vendemmiatore (ουσ αρσ )
vendere (ρ. μτβ.)
vendersi (ρ.μ. (αντων.))
vendereccio (επίθ.)
vendesi (ουσ αρσ )
vendetta (θηλ.ουσ)
vendeuse (θηλ.ουσ)
vendibile (επίθ.)
vendicabile (επίθ.)
vendicare (ρ. μτβ.)
vendicarsi (ρ.μ. (αντων.))
vendicativo (αρσ. επίθ και ουσ)
vendicatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---